- τενοντοτομία
- η, Νιατρ. η ανοιχτή, δηλαδή με διάνοιξη τών υπερκείμενων ιστών, ή κλειστή, δηλαδή με εισαγωγή τού τενοντοτόμου κάτω από το δέρμα, διαίρεση ενός τένοντα με σκοπό τη βράχυνση, επιμήκυνση ή τη μετάθεσή του για τη διόρθωση ανωμαλιών.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. tenotomie < teno- (< τένων, -οντος) + -τομία < -τόμος < τέμνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Ιω. Ορλάνδο].
Dictionary of Greek. 2013.